- πέλασεν
- πέλᾱσεν , πελάωaor ind act 3rd sg (doric aeolic)πελάζωapproachaor ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… … Dictionary of Greek